- σταχυοτρόφος
- και σταχυητρόφος, -ον, Ααυτός που τρέφει τα στάχια, που δίνει ζωή στα σιτηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος. Το συνδετικό φωνήεν -η- τού τ. σταχυητρόφος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.